- ἐπαγομένης
- ἐπάγωbring onpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαμαγνητικότητα — η φυσ. η ιδιότητα τής επαγόμενης μαγνήτισης να έχει αντίθετη φορά προς το μαγνητίζον πεδίο … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
συνειρμός — ὁ, ΝΑ [συνείρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνείρω, σύναψη, συνάφεια 2. (για λέξεις) λογική συνάρτηση, αλληλουχία νεοελλ. 1. (φιλοσ. ψυχολ.) α) (κατά την κλασική αντίληψη) i) η επαναγωγή ή ανάπλαση στη συνείδηση τού ανθρώπου, από μια… … Dictionary of Greek